- δίσπουτα
- και ντέσπουτα, η1. συζήτηση2. αγόρευση.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελλ. ξεν. όρουπρβλ. ιταλ. disputa].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ντέσπουτα — η (Μ ντέσπουτα και δίσπουτα) (διαλ.) 1. έντονη συζήτηση, λογομαχία για θέματα επιστημονικά ή φιλοσοφικά 2. δικανική αγόρευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. desputa < λατ. disputo «συζητώ έντονα». Ο τ. δίσπουτα < ιταλ. disputa «λογομαχία»] … Dictionary of Greek